- ασπρογαλιάζω
- και -γανιάζωέχω ή παίρνω λευκό ή σχεδόν λευκό χρώμα («πέλαα που ασπρογαλιάζουν», Κ. Παλαμάς).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ασπρογαλιάζω < άσπρος + ουσ. γάλα, με παρετυμολογία, ενώ ο τ. ασπρογανιάζω < άσπρος + ουσ. γάνος (Ησύχ.) «λάμψη, λευκότητα»].
Dictionary of Greek. 2013.